A.fitted out, furnished with, “χλανιδίοις” E. Supp.110; “ὀσμῇ” Id.El.498; δένδρεα . . καρπῶν ἀφθονίῃσι κατήρεα cj. in Emp.78; [“ἕρπυλλος] φύλλοισι κ.” Nic.Th.69; esp. of ships, furnished with oars, εἶχε πλοῖον κατῆρες ἑτοῖμον had a rowing boat ready, Hdt.8.21; but ταρσὸς κ. a well-fitted oar, E.IT1346.
κατήρης , ες, (ἀραρίσκω)